- πασχαλιάτικος
- και πασκαλιάτικος, -η, -ο [Πασχαλιά]πασχαλινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασχαλιάτικος — η, ο πασχαλινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασκαλιάτικος — η, ο βλ. πασχαλιάτικος … Dictionary of Greek
πασχαλινός — και πασκαλινός, ή, ό [πασχαλιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, πασχαλιάτικος, λαμπριάτικος (α. «πασχαλινά αβγά» β. «πασχαλινό τραπέζι») … Dictionary of Greek
πασχαλινός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, ο πασχαλιάτικος, ο λαμπριάτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)